πολυσιτία

πολυσιτία
ἡ Α [πολύσιτος]
1. αφθονία σίτου ή αφθονία τροφής
2. στον πληθ. αἱ πολυσιτίαι
το να καταναλώνει κανείς μεγάλη ποσότητα τροφής, η πολυφαγία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυσιτία — πολυσῑτίᾱ , πολυσιτία abundance of corn fem nom/voc/acc dual πολυσῑτίᾱ , πολυσιτία abundance of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσιτίαις — πολυσῑτίαις , πολυσιτία abundance of corn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσιτίαν — πολυσῑτίᾱν , πολυσιτία abundance of corn fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”